κουτόφραγκος

κουτόφραγκος
ο
κουτός Ευρωπαίος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουτόφραγκος — ο (χλευαστικά) Ευρωπαίος αφελής και εύπιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”